Τα έθιμα ενός γάμου όπως γίνονταν παλιά…
Οι γάμοι παλιά γίνονταν πάντα Κυριακή απόγευμα –μέρα σχόλης.
Οι φροντίδες όμως προετοιμασίας ξεκινούσαν μήνα πριν την τελετή. Έπρεπε να πλυθούν να «μπουγαδιαστούν» τα προικιά της νύφης που ήταν όλα σχεδόν υφαντά ή από την ίδια τη νύφη ή από τη μητέρα της.
Την Πέμπτη (πριν το γάμο) μοιράζονταν τα «καλέσματα» από τρία κορίτσια που να έχουν και τους δυο γονείς τους εν ζωή. Τα καλέσματα ήταν «τρία κουφέτα δυο γαρίφαλα» τυλιγμένα σε άσπρα διαφανές χαρτί.
Την Παρασκευή το βράδυ είχαμε τα «προικιά».Το πρωί οι κοπέλες έστηναν τα προικιά σε γιούκο. Τα χοντρά μάλλινα, οι κουρελούδες και τα παπλώματα από κάτω. Και όλα τ`άλλα πάνω πάνω και ο γιούκος τέλειωνε σε δυο ζεύγη μαξιλάρια άσπρα κεντημένα και την εικόνα κάποιου αγίου ανάμεσά τους. Τον γιούκο τον έστηναν πάνω στη «σκάμνα»
Ανάμεσα στα προικιά στερέωναν ένα καπάκι από τσέτζερη ανάποδα για να ρίχνουν μέσα το «ασήμωμα» των προικιών, συνήθως κάρματα γιατί τα χαρτονομίσματα ακόμα και σήμερα τα καρφίτσωναν στα προικιά.
Την ώρα που στήνουν τα προικιά έπρεπε ένα αγόρι που ζούσαν οι γονείς του να τα ρίξει κάτω τρεις φορές. Όταν τέλειωσε το στήσιμο τα χόρευαν με τραγούδια ριζικά.
Το βράδυ της Παρασκευής μαζεύονταν στο σπίτι της νύφης για τα προικιά οι συμπέθεροι δηλ. Το σόι του γαμπρού φέρνοντας φιλιάτικα το νυφικό, τα παπούτσια, το νυχτικό και το δεύτερο φουστάνι που θα φορούσε η νύφη στο γλέντι μετά τη στέψη. Ακόμα ανταλλάσσονταν με τους γονείς της νύφης μπουκάλια κρασί και τσουρέκι.
Αφού λοιπόν θαύμαζαν τα προικιά, τα κεντήματα και τα χαλκώματα (ταψιά,καζάνια, τετζερέδες) της νύφης κάθονταν στο τραπέζι για φαγητό. Πρώτα σέρβιραν τους λουκουμάδες για να γλυκάνουν το σόι του γαμπρού και μετά το καθιερωμένο φαγητό ρεβιθιά με το ρύζι, κρέας απαγορευόταν γιατί ήταν Παρασκευή. Τα κρέατα τα έσφαζαν οι άντρες το Σάββατο το πρωί αφού προηγουμένως έριχναν λίγες κουμπουριές (τουφεκιές) για να το ακούσουν όλοι οι χωριανοί ότι στην αυλή του τάδε γίνεται χαρά.
Οι καλεσμένοι της νύφης υποδέχονταν το σόι του γαμπρού στην είσοδο του σπιτιού με τραγούδια ενώ ένα αγόρι (πάντα να ζουν και οι δυο γονείς του) ανεβασμένο στα κεραμίδια πάνω ακριβώς από την πόρτα περίμενε με την “κρησάρα” (κόσκηνο απο λεπτό και αραιό ύφασμα) στα χέρια.
Μόλις ο γαμπρός έφτανε στην είσοδο και πριν διαβεί το κατώφλι του σπιτιού το αγόρι έριχνε επάνω του το περιεχόμενο της κρησάρας που ήταν ρύζι, βαμβάκι, κουφέτα και αμύγδαλα.
Οι γυναίκες πάλι μόλις έβλεπαν να πλησιάζουν οι συμπεθέροι τραγουδούσαν :
Χιλιο καλώς αγνάντεψε
Ο ήλιος στην αυλή μας
Και οι συμπεθέροι σπίτι μας
Κι όλη η χαρά δική μας.
Επίσης μόλις τέλειωνε το φαγοπότι της Παρασκευής ένας από τους γεροντότερους άρχιζε το καθιερωμένο τραγούδι ενώ οι άλλοι ενώ οι άλλοι εν χορώ επαναλάμβαναν τα λόγια του τραγουδιού:
Μια Παρασκευή κι ένα Σάββατο βράδυ
Η μάνα μ`έδιωχνε από το σπιτικό μας
Κι ο πατέρας μου κι`αυτός μου λέει φεύγα…
Φεύγω κλαίγοντας φεύγω παραπονιόντας κ.λ.π.
Τραγούδι λυπητερό που μιλάει για τον αποχωρισμό της νύφης από το σπίτι της. Βλέπετε εκείνα τα χρόνια υποχρεωτικά ο νέος που θα παντρευόταν έπρεπε να είχε σπίτι δικό του. Ήταν μεγάλη ντροπή να είχε η νύφη σπίτι δικό της και ο γαμπρός να πήγαινε σώγαμπρος.
πηγή: dim-ag-ioann.eyv.sch.gr