,

Βιβλία | Το Βαλς των Ανέμων

vivlia-to-vals-ton-anemonΓεννήθηκε για να πολεμάει. Το μέρος όπου την έφεραν στον κόσμο… πλούσιο, προικισμένο. Ταίριαζε απόλυτα με το όνομά της! Κασσάνδρα! Μυστικά και εμπειρίες που φανέρωσε εκείνη την βραδιά του Οκτώβρη. Έκλαιγε απαρηγόρητα ο Θεός και το στέρνο της ζητούσε μια συγχώρεση. Δεν ήξερε πότε θα στερέψουν τα μάτια της από το πέρασμα των χρόνων! Της έλειπε, η Σμύρνη και ας μην ήθελε να το παραδεχτεί. Ώρες ώρες έκλαιγε στο κήπο και όταν την πλησιάζαμε… Ένα σκουπίδι είχε μπει στα μάτια της και την ενοχλούσε.



Η κληρονομιά που άφησε πίσω της, δε εκφράζεται με λόγια, αλλά ούτε και με σημειώσεις, γράμματα, μορφασμούς. Ένιωθε μόνη… κι ας είχε γύρω της ανθρώπους να την αγαπούν. Ξεριζώθηκε από την ίδια της, την πατρίδα και ήρθε άγνωστη μέσα στο πλήθος να επιζήσει, να γιατρέψει τις πληγές που αναμφίβολα έσβησαν από το κορμί της. Το βλέμμα της, δεν ήταν όπως παλιά. Σκληρό και μαθημένο να αντέχει στα δύσκολα. Κι όταν είδε τον χρόνο της να στερεύει, άνοιξε τα εσώψυχά της και εξομολογήθηκε όσα χρειάζονταν να μαθευτούν!

Έπειτα; Θα έκλεινε τα μάτια της, έχοντας πολύ δρόμο εμπρός της… Τον δρόμο για τον ευτυχή παράδεισο!

Κυκλοφορεί, από τις εκδόσεις bookstars, σε όλα τα βιβλιοπωλεία και στο site του εκδοτικού.

[hr /]

Απόσπασμα βιβλίου:

Η ώρα περνούσε. Κάθε λεπτό της, ήταν εις βάρος τους.

– Κασσάνδρα, είναι ώρα να φύγουμε!

Και πριν προλάβει να συνεχίσει η Βασιλική την φράση της, ένας Τούρκος έκοψε πέρα για πέρα το κεφάλι του Ευφραίμ.

Έτσι όπως είχαν τα πράγματα, το μόνο πού απόμεινε ήταν να φύγει. Δεν είχε τίποτα πια στη Σμύρνη, στο τόπο όπου έζησε τα όνειρά της. Έτσι λοιπόν, με το φουστάνι της σκισμένο, με τις σκέψεις της χαμένες και με μία απόγνωση φωλιασμένη στη καρδιά, έπεσε μαζί με την Βασιλική στα νερά του λιμανιού, παλεύοντας να φτάσει στο γαλλικό καράβι. Τα γαλλικά πού γνώριζε της φάνηκαν χρήσιμα.

– Je m’appelle Cassandra Avrasoglou et…

Πριν προλάβει να αποσώσει τη φράση της, ένας ναύτης την τράβηξε επάνω. Το ίδιο έκανε και με την Βασιλική. Πριν κατέβουν στο αμπάρι, η Κασσάνδρα γύρισε και είδε την πατρίδα της. Ήταν ηλιοβασίλεμα και είδε τα Βουρλά- όπως έλεγε η ίδια- να καίγονται. Κι όπως έπεφταν οι ακτίνες του ήλιου, κοκκίνιζαν το καπνό και φαντάστηκε πώς ήταν το αίμα των ανθρώπων. Τότε, είπε: Αχ, αντίο Βουρλά μου, δεν θα σε ξαναδώ πια, αχ πατέρα μου. Τόσοι άνθρωποι πού χαθήκατε, γιατί; Αντίο Σμύρνη, δε θα σε ξαναδώ, αλλά ορκίζομαι αν ζήσω, δε θα σε ξεχάσω ποτέ. Έτσι, ήταν! Οι Σμυρνιοί έδωσαν κατάρα στα χωριά τους τα οποία μέχρι και σήμερα είναι έρημα. Μισούσαν τους Τούρκους και αηδίαζαν με τα όσα έβλεπαν τα μάτια τους.

Ύστερα, σωριάστηκαν σε μια γωνιά μαζί με άλλους πρόσφυγες στοιβαγμένους, πού είχαν κρεμάσει τη ζωή τους σε μια νέα πατρίδα πού δεν ήξεραν τι θα βρουν.